- ποντικῷ
- ποντικόςfrom Pontusmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ποντικῷ — Ποντικός from Pontus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικῶι — Ποντικῷ , Ποντικός from Pontus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικῶι — ποντικῷ , ποντικός from Pontus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρισος — η, ο / πάρισος, ον, ΝΑ 1. σχεδόν ίσος, ισόρροπος («πέλαγος πάρισον τῷ Ποντικῷ», Στράβ.) 2. (στην αρχαία ρητορική) ο ακριβώς ισοζυγισμένος σε μια πρόταση λόγος, αυτός που έχει ίσο αριθμό συλλαβών ή αντιστοιχία λέξεων με την προηγούμενη πρόταση… … Dictionary of Greek